"SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36° 52' B., 24° 08 A., Βυθιζόμαστε".
Αυτό ήταν το μακάβριο σήμα που εξέπεμψε στις 2.20, τα ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου 1966, το πλοίο «Ηράκλειον».
Και μετά η μυρωδιά του θανάτου...
Το 1966 ο κ. Γιάννης εργαζόταν ως μπόμπαν (αντλιωρός) στο πλοίο Μίνως, ιδιοκτησίας Ευθυμιάδη. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 ξεκίνησαν από το λιμάνι του Ηρακλείου στις 8 το πρωί με προορισμό τον Πειραιά. «Θυμάμαι ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες. Είχε πολλή θάλασσα. Ο καπετάνιος πήρε το πρώτο σήμα για το ναυάγιο ενώ πλέαμε ανοιχτά της Ντία. Προσεγγίσαμε την περιοχή όπου μας είχε δοθεί το στίγμα λίγο μετά τη μία το μεσημέρι. Πήγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε δεδομένης της θαλασσοταραχής».
Όπως αφηγείται, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ένα τεράστιο ψυγείο. “Ήταν το πρώτο σημάδι της τραγωδίας. Γυρίζω και λέω στο λοστρόμο τον Γιακουμή «τι καθόμαστε; Χαροπαλεύουν άνθρωποι. Τους βλέπαμε που είχαν πιαστεί από σανίδια και άλλα αντικείμενα που έπλεαν. Βλέπαμε και τους νεκρούς ναύτες που έπαιζαν από τον αέρα οι κολαρίνες τους».
Με εντολή του καπετάνιου κατέβασαν μια βάρκα. «Μέσα μπήκαμε εγώ, ο ύπαρχος Δημήτρης Καπιτσαλάς, ο Γεράσιμος Δαλιέτος, ο Σπύρος ο Κόκλας και κάποιος Μπάμπης που δεν θυμάται το επώνυμο του. Καταφέραμε να σώσουμε πέντε ανθρώπους. Αυτούς μόνο βρήκαμε εμείς. Δεν υπήρχαν άλλοι για να σώσουμε».
Ήταν καταβεβλημένοι από την κόπωση και το κρύο. Πάλευαν με τα κύματα από τις 2 τα ξημερώματα και εμείς τους βρήκαμε στις 2 το μεσημέρι. Όλοι ήταν μαυρισμένοι από το μαζούτ με το οποίο είχε γεμίσει η θάλασσα.
ΜΙΑ ΠΟΛΥΚΡΟΤΗ ΔΙΚΗ
Παρ’ όλα αυτά, μετά από την τραγωδία εκείνη, το κράτος προχώρησε στη δημιουργία Θαλάμου Επιχειρήσεων Έρευνας και διάσωσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία, ενώ η εταιρεία Typaldos Lines έκλεισε.
Πρόκειται ίσως για το χειρότερο ναυάγιο στην ιστορία της ελληνικής ναυτιλίας. Το επιβατηγό - οχηματαγωγό πλοίο «Ηράκλειον» βυθίστηκε, κοντά στη Φαλκονέρα, παρασέρνοντας μαζί του διακόσιες είκοσι τέσσερις ψυχές.
Το πλοίο είχε ναυπηγηθεί στη Γλασκόβη το 1949 ως δεξαμενόπλοιο με το όνομα «Λέστερσαϊρ», για λογαριασμό αγγλικής εταιρείας. Το 1964 μετασκευάστηκε σε οχηματαγωγό και περιήλθε στην εταιρεία των Αδελφών Τυπάλδου («Typaldos Lines»), ενώ ένα χρόνο αργότερα δρομολογήθηκε στις ακτοπλοϊκές γραμμές της Κρήτης, με δυνατότητα μεταφοράς 1.000 επιβατών και 300 αυτοκινήτων. Το μοιραίο πλοίο εκτελούσε το δρομολόγιο Χανιά – Πειραιάς και ξεκίνησε από το λιμάνι της Σούδας το βράδυ της 7ης Δεκεμβρίου, παρά τη σφοδρή κακοκαιρία αφ’ ενός, αλλά και την αντίρρηση του λιμενάρχη να επιτρέψει την επιβίβαση στο πλοίο φορτηγού – ψυγείου βάρους είκοσι πέντε τόνων με εσπεριδοειδή, αφ’ ετέρου. Μετά πολλά, το βαρύ όχημα επιβιβάστηκε, χωρίς όμως να τηρηθούν οι προϋποθέσεις ασφαλείας, όπως αποδείχθηκε, αφού λίγο αργότερα – λόγω της κακοκαιρίας – το φορτίο μετατοπίστηκε και το φορτηγό, που δεν ήταν δεμένο, έσπασε μία από τις μπουκαπόρτες, δημιουργώντας ένα τεράστιο ρήγμα. Τα νερά κατέκλυσαν ταχύτατα το καράβι και το βύθισαν αστραπιαία σε βάθος οκτακοσίων περίπου μέτρων.
Οι σκηνές ήταν τραγικές. Οι περισσότεροι επιβάτες βρήκαν τον θάνατο, εγκλωβισμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι πήδησαν στη θάλασσα. Το SOS που πρόλαβε να στείλει ο ασυρματιστής κινητοποίησε άλλα πλοία, που προσέτρεξαν για βοήθεια, η θαλασσοταραχή όμως προκάλεσε μεγάλη καθυστέρηση. Παρ’ όλη την τιτάνια μάχη για τη διάσωση, τα σωστικά συνεργεία κατάφεραν να διασώσουν μόνο σαράντα επτά ανθρώπους και να περισυλλέξουν είκοσι πέντε σορούς.
" ΕΤΣΙ ΕΖΗΣΑ ΤΗΝ ΤΡΑΓΩΔΙΑ"
.Κάθε φορά που πλησιάζει η μαύρη επέτειος Ο Γιάννης Λάμπρου νιώθει ένα μεγάλο βάρος στην καρδιά και απέραντη θλίψη για τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα στα παγωμένα νερά της Φαλκονέρας. Αν και 73 ετών σήμερα, ποτέ δεν θα ξετινάξει από πάνω του την οσμή του θανάτου.
Το 1966 ο κ. Γιάννης εργαζόταν ως μπόμπαν (αντλιωρός) στο πλοίο Μίνως, ιδιοκτησίας Ευθυμιάδη. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1966 ξεκίνησαν από το λιμάνι του Ηρακλείου στις 8 το πρωί με προορισμό τον Πειραιά. «Θυμάμαι ότι οι καιρικές συνθήκες ήταν αντίξοες. Είχε πολλή θάλασσα. Ο καπετάνιος πήρε το πρώτο σήμα για το ναυάγιο ενώ πλέαμε ανοιχτά της Ντία. Προσεγγίσαμε την περιοχή όπου μας είχε δοθεί το στίγμα λίγο μετά τη μία το μεσημέρι. Πήγαμε όσο πιο γρήγορα μπορούσαμε δεδομένης της θαλασσοταραχής».
Όπως αφηγείται, το πρώτο πράγμα που αντίκρισαν ήταν ένα τεράστιο ψυγείο. “Ήταν το πρώτο σημάδι της τραγωδίας. Γυρίζω και λέω στο λοστρόμο τον Γιακουμή «τι καθόμαστε; Χαροπαλεύουν άνθρωποι. Τους βλέπαμε που είχαν πιαστεί από σανίδια και άλλα αντικείμενα που έπλεαν. Βλέπαμε και τους νεκρούς ναύτες που έπαιζαν από τον αέρα οι κολαρίνες τους».
Με εντολή του καπετάνιου κατέβασαν μια βάρκα. «Μέσα μπήκαμε εγώ, ο ύπαρχος Δημήτρης Καπιτσαλάς, ο Γεράσιμος Δαλιέτος, ο Σπύρος ο Κόκλας και κάποιος Μπάμπης που δεν θυμάται το επώνυμο του. Καταφέραμε να σώσουμε πέντε ανθρώπους. Αυτούς μόνο βρήκαμε εμείς. Δεν υπήρχαν άλλοι για να σώσουμε».
Ήταν καταβεβλημένοι από την κόπωση και το κρύο. Πάλευαν με τα κύματα από τις 2 τα ξημερώματα και εμείς τους βρήκαμε στις 2 το μεσημέρι. Όλοι ήταν μαυρισμένοι από το μαζούτ με το οποίο είχε γεμίσει η θάλασσα.
«Μας δάγκωνε τα πόδια»
Συγκλονισμένος ακόμα και σήμερα περιγράφει τις στιγμές διάσωσης των πέντε ναυαγών. «Ανάμεσα στους πέντε ήταν ένας λοχίας. Ο άνθρωπος είχε χάσει τα λογικά του από το σοκ. Μόλις τον βάλαμε στη βάρκα, άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη. Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος.
Ο κ. Γιάννης θυμάται συγκινημένος ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Όπως αναφέρει, λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί).
Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ.
«Μας έριξαν στο πλοίο με ελικόπτερο δύο γιατρούς από το Ζάννειο για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στους ναυαγούς. Εγώ δεν τους ξαναείδα από τότε».
Νύκτες ολόκληρες ο κ. Λάμπρου έβλεπε εφιάλτες στον ύπνο του. Το σοκ που υπέστη ήταν ισχυρό. Για καιρό ήθελε μόνο να ξεμπαρκάρει, όπως λέει. «Ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεπεράσει την τραγωδία. Μιλάω σήμερα γιατί νιώθω την ανάγκη να τιμήσω αυτές τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα το ξεπεράσω. Τότε το μόνο που ήθελα και εγώ και οι συνάδελφοι μου ήταν να σώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε. Κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Μακάρι να είχαμε προλάβει να σώσουμε και άλλους» λέει συγκινημένος.
Βραδινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 το πλοίο «Ηράκλειο» απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας για Πειραιά. Στις 02.06 ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, εξέπεμψε το μήνυμα: «SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36 μοίρες 52 Β, 24 μοίρες 08 Α, Βυθιζόμεθα».
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46 (16 άτομα από το πλήρωμα και 30 επιβάτες), οι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν.
Συγκλονισμένος ακόμα και σήμερα περιγράφει τις στιγμές διάσωσης των πέντε ναυαγών. «Ανάμεσα στους πέντε ήταν ένας λοχίας. Ο άνθρωπος είχε χάσει τα λογικά του από το σοκ. Μόλις τον βάλαμε στη βάρκα, άρχισε να μας δαγκώνει τα πόδια. Οι άλλοι δεν μιλούσαν από το σοκ. Στη βάρκα μας ανασύραμε και το λοστρόμο του «Ηράκλειο», το Θοδωρή το Μαγιάφη. Είναι ο μόνος που την «πλήρωσε» για το ναυάγιο και δεν έφταιγε. Τον γνώριζα από παλιά. Τον έσυρα πάνω στη βάρκα και γύρισε και μου είπε: «Γιάννη δεν με γνωρίζεις;». Το πρόσωπο του ήταν μαύρο από το μαζούτ.
Ο άνθρωπος αυτός είχε ειδοποιήσει εγκαίρως τον καπετάνιο όταν αντιλήφθηκε ότι η μπουκαπόρτα είχε ανοίξει και έμπαζε νερά. Του πρότεινε να ελαττώσουν ταχύτητα, όμως δυστυχώς απαξιώθηκε επειδή ήταν λοστρόμος.
Ο κ. Γιάννης θυμάται συγκινημένος ότι και οι ίδιοι κινδύνευσαν να πνιγούν καθώς η μηχανή της βάρκας είχε «τραβήξει» από την αναρρόφηση μία λινάτσα. «Ο ύπαρχος φοβήθηκε και μας είπε να επιστρέψουμε στο πλοίο. Εγώ και ο Δαλιέτος αντιδράσαμε. Είπαμε ότι δεν πάμε πουθενά γιατί η πρώτη μας έννοια ήταν να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους».
Όπως αναφέρει, λόγω της θαλασσοταραχής ήταν αδύνατον οι πέντε ναυαγοί να ανέβουν στο πλοίο με την ανεμόσκαλα. «Ο λοστρόμος τους ανέβασε έναν-έναν με την καντηλίτσα (ένα σανίδι δεμένο στις άκρες με σκοινί).
Πλήρωμα και επιβάτες παρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα την επιχείρηση διάσωσης των πέντε. Άλλοι έκλαιγαν με τόσα πτώματα τριγύρω, άλλοι κοίταζαν αποσβολωμένοι από το σοκ.
«Μας έριξαν στο πλοίο με ελικόπτερο δύο γιατρούς από το Ζάννειο για να προσφέρουν τις πρώτες βοήθειες στους ναυαγούς. Εγώ δεν τους ξαναείδα από τότε».
Νύκτες ολόκληρες ο κ. Λάμπρου έβλεπε εφιάλτες στον ύπνο του. Το σοκ που υπέστη ήταν ισχυρό. Για καιρό ήθελε μόνο να ξεμπαρκάρει, όπως λέει. «Ακόμα και σήμερα δεν έχω ξεπεράσει την τραγωδία. Μιλάω σήμερα γιατί νιώθω την ανάγκη να τιμήσω αυτές τις ψυχές που χάθηκαν τόσο άδικα. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα το ξεπεράσω. Τότε το μόνο που ήθελα και εγώ και οι συνάδελφοι μου ήταν να σώσουμε όσους περισσότερους μπορούσαμε. Κάναμε ότι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν. Μακάρι να είχαμε προλάβει να σώσουμε και άλλους» λέει συγκινημένος.
Βραδινές ώρες της 7ης Δεκεμβρίου του 1966 το πλοίο «Ηράκλειο» απέπλευσε από το λιμάνι της Σούδας για Πειραιά. Στις 02.06 ξημερώματα της 8ης Δεκεμβρίου, ημέρα Πέμπτη, εξέπεμψε το μήνυμα: «SOS, από Ηράκλειον, στίγμα μας 36 μοίρες 52 Β, 24 μοίρες 08 Α, Βυθιζόμεθα».
Από τους 73 ναυτικούς (πλήρωμα) και τους 191 επιβάτες σώθηκαν μόνο 46 (16 άτομα από το πλήρωμα και 30 επιβάτες), οι υπόλοιποι 217 πνίγηκαν.
ΜΙΑ ΠΟΛΥΚΡΟΤΗ ΔΙΚΗ
Την επόμενη ημέρα το πρωί, ολόκληρη η Ελλάδα βυθίζεται στο πένθος, πολύ περισσότερο βέβαια η τοπική κοινωνία των Χανίων.
Η βύθιση του σκάφους, σύμφωνα με το πόρισμα των εμπειρογνωμόνων, υπήρξε ακαριαία, λόγω παραλείψεων στους όρους ασφαλείας: κακή φόρτωση των αυτοκινήτων, ελλιπής κατασκευή του συστήματος ασφαλείας της «μπουκαπόρτας», έλλειψη συστήματος εκροής των εισερχομένων υδάτων και υψηλή ταχύτητα του πλοίου πάρα τη θαλασσοταραχή. Επίσης, αποκαλύφθηκαν βαρύτατες ευθύνες του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας, όσον αφορά την έκδοση πλαστογραφημένων πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του σκάφους.
Η δίκη έγινε δύο χρόνια περίπου αργότερα στο Κακουργιοδικείο Πειραιά, ενώ με την απόφαση – φιάσκο, αποδείχτηκε περίτρανα για μια ακόμη φορά ότι οι ζωές των ανθρώπων δεν έχουν καμιά απολύτως αξία, μπροστά στα μεγάλα συμφέροντα. Με ποινές φυλάκισης από πέντε ως και επτά έτη τιμωρήθηκαν ο ένας από τους ιδιοκτήτες του «Ηράκλειον», Χαράλαμπος Τυπάλδος, ο διευθυντής της εταιρείας Παναγιώτης Κόκκινος και δύο αξιωματικοί του πλοίου.
Παρ’ όλα αυτά, μετά από την τραγωδία εκείνη, το κράτος προχώρησε στη δημιουργία Θαλάμου Επιχειρήσεων Έρευνας και διάσωσης στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και τη θεσμοθέτηση του απαγορευτικού απόπλου για τα επιβατηγά πλοία, ενώ η εταιρεία Typaldos Lines έκλεισε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου